- ρεφορμιστής
- ο , ρεφορμίστρια η реформист, -ка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ρεφορμιστής — ο, θηλ. ρεφορμίστρια, Ν ο οπαδός τού ρεφορμισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. reformiste (βλ. λ. ρεφορμισμός)] … Dictionary of Greek
ρεφορμιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του ρεφορμισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεφορμισμός — Μέθοδος πολιτικής δράσης, που επιδιώκει να αλλάξει την υπάρχουσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση με την εφαρμογή οργανικών και βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων. Αντιτίθεται από το ένα μέρος στις επαναστατικές μεθόδους και από το άλλο στις αντιλήψεις του … Dictionary of Greek
ρεφορμιστικός — ή, ό, Ν [ρεφορμιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ρεφορμισμό ή είναι χαρακτηριστικός του («ρεφορμιστικές τάσεις») … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek